ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ

Αποκατάσταση – μετατροπή του διατηρητέου κτιρίου της πρώην τράπεζας Αθηνών σε πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη του Π. Θεσσαλίας

Χρονολογία μελέτης:               1993-1994
Χρονολογία κατασκευής:      
1999-2004

Αρχιτέκτονες:  Κ. Αδαμάκης  Στατική μελ.: ΒΑΣΙΣ ΣΥΣΜ ΕΠΕ   Ηλ/μηχ. Μελέτη: ΜΑΚΤΕ ΕΠΕ Σύμβουλοι: Dr. Jopp robert Klaus αρχ. Βιβλιοθ.      

Ε. Γαλλή 
Ε. Μόκκα
Α. Καλλινός
Dr. Fuhlrott Rolf   πολ. Μηχ. Βιβλιοθ.

Δ. Νικολάου 




A.  Θανοπούλου Βιβλιοθηκάριος 

Δ. Φιλιππιτζής




 Αλεξίου  Βιβλιοθηκάριος


Φορέας έργου:Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας   Επιβλ. υπηρεσία: Τεχνική Υπηρεσία Πανεπιστημίου Θεσσαλίας  Κατασκ.: ΕΝΤΕΧΝΟΣ Α.Ε.  
Προϊστ. κατασκευών: Κων/νος Προγκίδης αρχ.

Ο Βόλος, μια πόλη με συνεκτικό αστικό ιστό, ομοιόμορφο, χωρίς όμως εξάρσεις και σημεία αναφοράς όπως όλες σχεδόν οι Ελληνικές επαρχιακές πόλεις, διατηρεί σήμερα αποσπασματικά λιγοστές ιστορικές μνήμες στο ήδη δομημένο περιβάλλον. Στον αστικό ιστό αυτό, εντάσσεται και η περιοχή όπου δημιουργείται η κεντρική Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας περιοχή σήμερα αρκετά υποβαθμισμένη όπου όμως συμβιώνουν ή παρατάσσονται τα εξαντλημένα πλέον υπολείμματα του παρελθόντος με κάποιες σύγχρονες «μοντερνίστικες»προσπάθειες.  Θεωρώντας ότι έχουν σχεδόν εξαντληθεί οι ευκαιρίες για την δημιουργία μιας αρχιτεκτονικής που σηματοδοτεί το σήμερα ενώ παράλληλα σέβεται αυτό που κληρονομεί και αντέχει στην πρόκληση του αύριο επιχειρείται η μελέτη για την διαμόρφωση του κτιρίου της πρώην Τράπεζας Αθηνών σε Πανεπιστημιακή Κεντρική Βιβλιοθήκη. Η αναζήτηση του υπό μελέτη κτιρίου στο παρελθόν μας οδηγεί στις αρχές του αιώνα γύρω στο 1910 όταν κατασκευάσθηκε ένα εκλεκτικιστικό κτίριο με έντονα νεοκλασικά στοιχεία ενταγμένο αρμονικά σ΄ ένα αντίστοιχο περιβάλλον για τη στέγαση της Τράπεζας Αθηνών. Μετά από την καταστροφική επίδραση του σεισμού το 1954 και μιας σειράς εξωτερικών και εσωτερικών επεμβάσεων το εναπομείναν τμήμα του κτιρίου αμυδρά μόνον ακτινοβολούσε την αίγλη του παρελθόντος. Αντίστοιχα, ο περιβάλλων αστικός ιστός υποβαθμίστηκε με την δημιουργία ετερόκλητων αρχιτεκτονικών επεμβάσεων διαταράσσοντας την κάποια ισορροπία προς την πλευρά του «Μοντερνισμού», απόηχο του γνωστού διεθνούς κινήματος.
Η επέμβαση μας λοιπόν στον συγκεκριμένο χώρο προσπαθεί να δώσει καινούργια «ψυχή» σύγχρονη και καταλυτική στα υπολείμματα του κελύφους που υφίσταται, ακροβατώντας ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν. Πρόθεσή μας είναι να δημιουργήσουμε ένα διαχρονικό δημόσιο κτίριο κυρίαρχο στον αστικό ιστό, όπως πρέπει να είναι η συγκεκριμένη Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη.  Ένα κτίριο που να υποδέχεται, να υποβάλλει, να σηματοδοτεί, να παραπέμπει, να επιβάλλεται, να προτείνει αλλά και να συνηγορεί στην εξέχουσα από κοινωνικό – πολιτιστική άποψη λειτουργία της Πανεπιστημιακής Βιβλιοθήκης. Να λειτουργήσει ως σημείο αναφοράς όχι μόνον για το πανεπιστήμιο αλλά και την πόλη ολόκληρη. Ο τρόπος επέμβασης στο συγκεκριμένο κτίριο καθορίστηκε αφ΄ ενός μεν από την προηγούμενη θεωρητική τοποθέτηση στο πρόβλημα αφ΄ ετέρου δε από τα δεδομένα του αρχικού κτιρίου της Τράπεζας Αθηνών και τις κτιριολογικές και λειτουργικές απαιτήσεις μιας πανεπιστημιακής Βιβλιοθήκης.
Η λύση της πλήρους αναστήλωσης του κτιρίου στην αρχική του μορφή δεν ήταν δυνατή να πραγματοποιηθεί για δύο κυρίως λόγους:
- Υπήρχαν ελάχιστα στοιχεία για την περιγραφή του αρχικού κτιρίου.
- Οι χωρικές και λειτουργικές απαιτήσεις της κεντρικής Πανεπιστημιακής Βιβλιοθήκης δεν συμβαδίζουν με τα δεδομένα των λειτουργικών αναγκών ενός κτιρίου Τράπεζας.
Για τους λόγους αυτούς επιχειρήθηκε μια αναβίωση του παλιού αρχιτεκτονικού ύφους «τοπικά» στο κάτω υφιστάμενο τμήμα του κτιρίου.
Τονίσθηκε με απόλυτη συμμετρία ο κεντρικός πυρήνας στο περίγραμμα και στο ύφος του αρχικού και συμπληρώθηκαν τα κενά με ένα κτίριο «φόντο» το οποίο καταρρέει και εξαϋλώνεται (γίνεται τελείως διαφανές) στα άκρα όπου επικάθεται στο περίτεχνα αναστηλωμένο κομμάτι. Πραγματοποιείται εν ολίγοις μια αισθητική και παράλληλα δομική συνύπαρξη που υπάρχει σαν ιστορική αφορμή του νέου κτιρίου. Δομική συνύπαρξη γιατί απογυμνώνοντας την παλιά λιθοδομή πάχους 70 έως 90 εκατοστών την ενισχύουμε με οπλισμένο σκυρόδεμα πάχους 20 έως 25 εκ. που συνεχιζόμενο κατακόρυφα σαν τοιχείο ελεύθερο, δημιουργεί τον εξωτερικό φορέα του νέου κτιρίου «φόντο». Αυτή η δομική συνέχεια συνηγορεί στην αρχιτεκτονική μας επιλογή της διαφοροποίησης ΠΑΛΙΟΥ – ΝΕΟΥ.  Για την αναβίωση του παλιού ανακατασκευάζονται όλες οι επιτηδευμένες λεπτομέρειες π.χ. κύματα στο σοβά, ταμπλαδωτά, ξύλινα κουφώματα, σιδεριές κ.λ.π. και με την σωστή επιλογή των κατάλληλων τεχνιτών προσπαθούμε να φθάσουμε σε επίπεδα αισθητικού αποτελέσματος που είναι δυστυχώς ξεχασμένα. Το νέο, ένα κτίριο απλό που δεν προκαλεί το παλιό αλλά σαφώς παραπέμπει  σ΄ αυτό. Στο τελείωμα του κεντρικού τμήματος τοποθετείται μεταλλική στέγη ενταγμένη πλήρως στο περίγραμμα του αρχικού κτιρίου.  Όσον αφορά την Βιβλιοθήκη σαν λειτουργία αποδεχόμαστε την Βιβλιοθηκονομική άποψη του κλειστού και εσωστρεφούς κτιρίου που εξασφαλίζει την διατήρηση του βιβλίου στο χρόνο. Για την μεγαλύτερη εξοικείωση των χρηστών, κύρια φοιτητών, με τη Βιβλιοθήκη και το βιβλίο επιλέγεται ως τρόπος λειτουργίας η ελεύθερη προσπέλαση στα βιβλιοστάσια (open access). Τέλος υιοθετείται το σύστημα μηχανοργάνωσης (computers) για την ταξινόμηση και την χρησιμοποίηση των πληροφοριών.